- κυνοκτόνος
- κυνοκτόνος, -ον (Α)1. αυτός που φονεύει σκύλους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνοντο φυτό ακόνιτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος, πατρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνοκτόνον — κυνοκτόνος killing dogs masc/fem acc sg κυνοκτόνος killing dogs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνοκτονία — η (Α κυνοκτονία) [κυνοκτόνος] σφαγιασμός σκύλων … Dictionary of Greek